- έκτοπος
- ἔκτοπος, -ον (AM)I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο2. ξένος, αλλοδαπός3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου5. «ἔκτοπονἔξοδον» (Ησύχ.)II. επίρρ. ἐκτόπωςεκτάκτως, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράδοξα, θαυμαστά.
Dictionary of Greek. 2013.